Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός σχεδιάστηκε και αναδιαμορφώθηκε από τον αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη Αλέκο Φασιανό. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1995. Στα θεμέλια του σημερινού Μουσείου Αλέκος Φασιανός, βρισκόταν τη δεκαετία του 30’ έως τη δεκαετία του 70’, το πατρικό σπίτι του καλλιτέχνη. Ένα μικρό νεοκλασικό με εσωτερική αυλή και κεραμοσκεπή. Η οικογένεια εγκαθίσταται στο σπίτι όταν ο παππούς του Αλέκου Φασιανού, Ανδρέας, ορίζεται παπάς στην εκκλησία του Αγίου Παύλου.

Μεγαλώνοντας εκεί, οι αναμνήσεις στην γειτονιά ήρθαν να σφραγίσουν τη μετέπειτα καλλιτεχνική του θεματουργία. Σε πολύ μικρή ηλικία ήρθε σε άμεση επαφή με την άνθιση των θεάτρων όπως το Περοκέ και το Σαμαρτζή, του κινηματογράφου Αλκαζάρ και το Βικτώρια καθώς και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Μέσα από τις περιπλανήσεις του, εξερεύνησε την πόλη και ήρθε σε άμεση επαφή με τα μικρο-επαγγέλματα της Αθηναϊκής γειτονιάς, τους πλανόδιους τεχνίτες και πωλητές όπως το γαλατά, τον καστανά, τον μπαλωματή και τον κουλουρά. Την δεκαετία του 1970, το νεοκλασικό γκρεμίζεται για να γίνει, κατ’ επιθυμία της μητέρας του Ελένης, μια πολυκατοικία που θα στέγαζε τα παιδιά της. Ο Αλέκος Φασιανός, ο οποίος τότε ζούσε στο Παρίσι, αντικρίζοντας το αποτέλεσμα, δυσαρεστημένος, ζητάει από το φίλο του και αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο στα τέλη του 1980 να την αναδιαμορφώσουν συμπεριλαμβάνοντας στο ισόγειο ένα μικρό εκθεσιακό χώρο που θα φιλοξενούσε τα έργα του. Έτσι ξεκίνησε το όραμα για το Μουσείο Αλέκος Φασιανός.

Οι κοινές αισθητικές και φιλοσοφικές αρχές που μοιράζονταν ο Φασιανός και ο Κρόκος με τις οποίες δημιούργησαν και έζησαν τις ζωές τους είναι εμφανείς σε αυτό το οικοδόμημα. Το αρχιτεκτονικό ύφος που θέλησαν να αναπτύξουν ήταν καθαρό και λιτό. «Τα πράγματα δεν πρέπει να χαλάνε ή να γερνούν άσχημα. Πρέπει να είναι και να δείχνουν καθαρά» έλεγε ο Κρόκος. Οι προκλήσεις ενός τέτοιου έργου ήταν μεγάλες καθώς ο Κρόκος έπρεπε να δημιουργήσει πάνω σε μια υπάρχουσα δομή, με αρκετούς περιορισμούς.

Ολόκληρος ο χώρος εμπλουτίστηκε και διαμορφώθηκε προσεκτικά, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία υλικών και φινιρισμάτων (σκυρόδεμα, πέτρα, μωσαϊκό, τούβλο, σοβάς) και μια χρωματική παλέτα με γήινα γκρι, κόκκινα και ώχρες. Ο αρχιτέκτονας ήθελε η δομή του κτιρίου να είναι εμφανής και τα υλικά να είναι ορατά. Το μέλημα του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει έναν χώρο που έρχεται σε αρμονικό διάλογο με τα έργα του. Το μέλημα του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει έναν χώρο σε αρμονικό διάλογο με τα έργα του.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία τους είναι εμφανής στη δομή του χώρου με τα διαφορετικά φινιρίσματα των τεχνικών του λιθοξόου, τη μαρμάρινη μπορντούρα που πλαισιώνει το μωσαϊκό δάπεδο αλλά και τις λεπτομέρειες όπως η περίτεχνη ελικοειδής σκάλα που εγγράφεται σε παράγωνο καιστέκεται σε τρία μέτωπα, η εισαγωγή ψηφιδωτών στο μωσαϊκό δάπεδο, οι ζωγραφισμένες φιγούρες στους τοίχους με την τεχνική της νωπογραφίας, οι μπρούτζινες λαβές στις πόρτες καθώς και ο μεταλλικός δράκος που κρέμεται από την οροφή του υπογείου για να κρύβει τα καλώδια.

Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός έχει αξιοσημείωτη σημασία για τον σύγχρονο εικαστικό και αρχιτεκτονικό χάρτη της Αθήνας τόσο για την δεξιοτεχνία του αρχιτέκτονα σε διορθωτική επέμβαση σε υπάρχον κτίριο όσο και για το γεγονός ότι ένα από τα λίγα μουσεία στον κόσμο όπου η συνέργια καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα στηρίζει τον διάλογο μεταξύ των έργων και του χώρου που τα στεγάζει.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 Ο Αλέκος Φασιανός (25 Οκτωβρίου 1935- 16 Ιανουαρίου 2022) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και έπειτα ζωγραφική από το 1956 έως το 1960 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήρι του Γιάννη Μόραλη. Μελέτησε την Αρχαία Ελληνική αγγειογραφία και τη Βυζαντινή εικονογραφία και παρακολούθησε μαθήματα του Γιάννη Τσαρούχη ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στο έργο του. Το 1960, με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης, μετακόμισε στο Παρίσι και σπούδασε λιθογραφία στην École des
BeauxArts του Παρισιού.

Το 1963, επιστρέφει στην Αθήνα. Μαζί με τον αρχιτέκτονα Αντώνη Κεπετζή και τους καλλιτέχνες Βασίλη Σπεράντζα και Νίκο Στεφάνου μετακόμισαν σε ένα παλιό σπίτι στην Καλλιθέα, το οποίο τους παραχώρησε η Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών. Το επονομαζόμενο «στούντιο της Καλλιθέας» ήταν το ατελιέ τους και σημείο συνάντησης για καλλιτέχνες και ποιητές. Εκεί, ο Φασιανός ζωγράφισε τον πρώτο του «καπνίζοντα ποδηλάτη». Την ίδια περίοδο, σύχναζαν στο εμβληματικό αθηναϊκό καφέ Brazilian και συνδέθηκε φιλικά με διανοούμενους και καλλιτέχνες όπως τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με την παρότρυνση του οποίου δημιούργησε μια σειρά από ποδηλάτες με κυματιστά μαλλιά.

Το 1967, με την άνοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, ο Φασιανός μετακόμισε μόνιμα στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, συνδέθηκε φιλικά με τον θρυλικό έμπορο έργων τέχνης Paul Facchetti με τον οποίον ξεκίνησε μια δημιουργική συνεργασία δείχνοντας τα έργα του με καλλιτέχνες όπως οι Jean Paul Riopelle και Georges Mathieu. Τη δεκαετία του 1970, εκπροσωπήθηκε από τη γκαλερί του Αλέξανδρου Ιόλα, εκθέτοντας τα έργα του με τους Max Ernst, René Magritte, Giorgio de Chirico και Martial Raysse, στις γκαλερί του στο Παρίσι, την Νέα Υόρκη, την Ελβετία και το Μιλάνο.

Τα έργα του Φασιανού ταξίδεψαν από το Μάλμο στο Τόκιο, την Ζυρίχη, το Βερολίνο, το Μιλάνο και την Νέα Υόρκη και το 1983, ο Blaise Gautier οργάνωσε μια μονογραφική έκθεση των έργων του Φασιανού στο Centre Pompidou στο Παρίσι ως μέρος του περιοδικού «Revue parlée». Το 1985, το Chateau de Chenonceau στη Γαλλία, διοργάνωσε τη πρώτη του αναδρομική έκθεση. Ακολουθούσαν μια σειρά εκθέσεων σε γκαλερί και μουσεία σε όλο τον κόσμο και συμμετείχε σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις όπως την Biennale της Βενετίας και του Σάο Πάολο.

Πέραν της ζωγραφικής, ο Φασιανός ασχολήθηκε ενεργά με τη συγγραφή, τη ποίηση, τη κεραμική, τη σκηνογραφία, το design και την αρχιτεκτονική. Δημιούργησε κοστούμια και τα σκηνικά για πολλά έργα, όπως Αμερική του Franz Kafka σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού το 1975, την Ελένη του Ευριπίδη, το 1976 καθώς και Όρνιθες και Λυσιστράτη του Αριστοφάνη το 1978 στο Εθνικό Θέατρο Αθηνών. Το 1980 επιμελήθηκε τη σκηνογραφία του θεατρικού Κεκλεισμένων των θυρών του Jean-Paul Sartre. Καθ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Φασιανός εικονογράφησε πολυάριθμες εκδόσεις για συγγραφείς και ποιητές όπως τους Οδυσσέα Ελύτη, Κωνσταντίνο Καβάφη, Γιάννη Ρίτσο, Μίλτο Σαχτούρη, Κώστα Ταχτσή, Louis Aragon, Guillaume Apollinaire, Jacques Lacarrière, Paul Valéry, Fernando Arrabal και Jean-Marie Drot μεταξύ άλλων. Εικονογράφησε εκδόσεις περιορισμένης αρίθμησης με τον Bruno Roy, εκδότη της Fata Morgana και τον εκδότη André Biren. Ο Φασιανός ασχολήθηκε ενεργά και με το design, δημιουργώντας ποίκιλα χρηστικά αντικείμενα όπως έπιπλα και φωτιστικά μεταξύ άλλων για τον προσωπικό του χώρο.

Ο Φασιανός τιμήθηκε ως Επίτιμο Μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών, παρασημοφορήθηκε ως Αξιωματικός του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τον Υπουργό Frédéric Mitterrand και το 2021 έλαβε το ανώτατο αξίωμα του Διοικητή του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων από την Υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας, Roselyne Bachelot-Narquin.

Source
Author: Visit Greece
Website: visitgree.gr